- κυκνόπτερον
- κυκνόπτεροςswan-plumedmasc/fem acc sgκυκνόπτεροςswan-plumedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκνόπτερος — κυκνόπτερος, ον (Α) (επίθ. τής Ελένης, επειδή γεννήθηκε από τη Λήδα και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λεπιδό πτερος, ορθό… … Dictionary of Greek